ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΒΟΔΙΟΥ



Το μΑτι του βοδιΟΥ

Της Χρυσάνθης Ζουρούδη*


 
 «…αφού εφτιάξαν το τρίγωνο(ν) της στέγης εβάλαν κι ένα πλου(μ)μί
στη μέση για να μην είναι σκέ(τ)το…»


 Αυτό απέμεινε να λέγεται πλέον στις μέρες μας από κάποιους ντόπιους οικοδόμους της Σύμης για ένα από τα αναμφίβολα πιο φίνα και αριστοκρατικά χαρακτηριστικά που κοσμούν τον αρχιτεκτονικό της παράδεισο. Το «μάτι του βοδιού», τις ρίζες του οποίου συναντούμε στα περίφημα κτίρια της Ιταλικής Αναγέννησης.  






Χωριό- Γιαλός, τα δύο βασικά τμήματα του οικισμού της Σύμης. Κτίρια νεοκλασικής μορφολογίας συμπλέκουν έναν από τους ομορφότερους διατηρητέους, νησιωτικούς οικισμούς της Ελλάδας. Διώροφα αρχοντικά σε διάφορους χρωματισμούς, εντάσσονται στο άγονο τοπίο, που ουσιαστικά μοιάζουν σαν να είναι εμφυτευμένα, σε αμφιθεατρική διάταξη, στα πετρώδη βουνά, δημιουργώντας την εντύπωση ενός μοναδικού συνόλου. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η σύσταση του οικισμού εμφανιζόταν στην περίμετρο της Παναγιάς του Κάστρου, που αποτελούσε και την οχύρωση του (κτιριακό απόθεμα αυτού σώζεται μέχρι σήμερα). Πρόκειται για κτίσματα λιτά, δωματοσκέπαστα, όπως η επικρατούσα μορφή νησιωτικής κατοικίας, κυρίως στον κυκλαδικό χώρο. Τους επόμενους αιώνες το νησί είχε μεγάλη ακμή. Αναπτύχθηκε η ναυτιλία και η ναυπηγική, η σπογγαλιεία, οι τέχνες και τα γράμματα, το εμπόριο, κλπ.

Αργότερα κατά το 19ο αιώνα, υπήρξε έντονη επιρροή της αρχιτεκτονικής του νησιού από τον Ευρωπαϊκό Νεοκλασικισμό. Φορέας της νέας τάσης στα νησιά της Δωδεκανήσου ήταν οι έμποροι και ναυτικοί που ταξίδευαν στη Μεσόγειο. Ήταν, άλλωστε, η εποχή της μεγάλης ευημερίας του νησιού. Η Σύμη λόγω της μεγάλης ναυτιλιακής της δύναμης, κατάφερε να εξασφαλίσει πολλά προνόμια  από τους Τούρκους.

Έτσι, τότε, χτίζονταν κατά κόρον κτίρια, βασισμένα αυστηρά στους κανόνες και τις αναλογίες που υπαγορεύονταν από το Νεοκλασικισμό. Οι όγκοι διαμορφώνονταν σύμφωνα με τα νεοκλασικά πρότυπα, η σύνθεση κι οι αναλογίες των όψεων ήταν μελετημένες με τις θεμελιώδεις αρχές τις Ευκλείδειου γεωμετρίας (χρυσή τομή). Η στέγη, μονοκλινής, δικλινής ή τετρακλινής, αποτέλεσε ένα από τα καινούρια  στοιχεία στην αρχιτεκτονική των κτιρίων στο νησί.

Ως έκφραση και συμβολισμό του ευρωπαϊκού και εκσυγχρονιστικού χαρακτήρα του νέου κτιριολογικού τύπου, εμφανίστηκε στα κτίρια με δικλινή στέγη ένα χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο. Πρόκειται για το μοτίβο ενός κυκλικού φεγγίτη στη μέση του αετώματος, με μορφολογική και λειτουργική αξία, το ονομαζόμενο «μάτι του βοδιού».

Πρόκειται για το γνωστό, από την Ιταλική αρχιτεκτονική, «Oculus» ή «Occhio di Bue», δηλαδή «το μάτι του βοδιού». Διαδεδομένο μοτίβο στα αετώματα των Ιταλικών βασιλικών της Αναγέννησης, ειδικά στα κτίρια των Brunelleschi, Alberti, Maderna κλπ. και στην αρχιτεκτονική του Palladio πχ. Villa Rotonda. Η ανάγκη της ύπαρξής του στα κτίρια της εποχής ήταν μεγάλη, κυρίως γιατί μειωνόταν το βάρος της κατασκευής και το κτίριο αποκτούσε μεγαλύτερη ευστάθεια και αντοχή.

Η έκφραση «το μάτι του βοδιού» ή «Occhio di Bue» βρίσκει και άλλες εφαρμογές πέραν της αρχιτεκτονικής, ειδικά στην Ιταλία μέχρι και σήμερα, θέλοντας να συμβολίσει το φυλακτό ή το γούρι. Εξάλλου, στη χριστιανική θρησκευτική σημειολογία, το βόδι αποτελεί σύμβολο του Ευαγγελιστή Λουκά και εκφράζει τη δύναμη, αλλά και την υπομονή. Σύμφωνα όμως και με λαϊκές δοξασίες πιστεύεται ότι η επιρροή και λατρεία στο μάτι κάποιου ζώου, πηγάζει από την αρχαιότητα κι ειδικά από τη Μινωική Κρήτη. Ας γίνει μία απλή αναφορά στο γνωστό για τους Έλληνες «μάτι» (φυλακτό).  Έτσι ίσως εξηγείται η μεταφορά του στην αρχιτεκτονική και ο συμβολισμός του ως στοιχείο προστασίας της κατοικίας και των ιδιοκτητών της από το κακό.

Εκτός από τη Σύμη, «το μάτι του βοδιού», εμφανίζεται σε κτίρια κι άλλων νησιών των Δωδεκανήσων, όπως η Κάλυμνος, η Κάρπαθος και η Ρόδος. Η χρήση του φεγγίτη, λοιπόν, στα κτίρια των νησιών, προβάλλει την επίδραση και τη συμβολή των εμπορικών και ναυτικών οικογενειών στη γηγενή αρχιτεκτονική.

Κατά την Ιταλική κυριαρχία στα Δωδεκάνησα (1912- 1948) και την εμφάνιση του Μοντέρνου Kινήματος στην Ευρώπη, το κυκλικό άνοιγμα εμφανίζεται ξανά. Συνήθως συναντάται ως μεγάλο παράθυρο σε ιταλικά ρασιοναλιστικά κτίρια, ειδικά στη Ρόδο, την Κω, κλπ.

Επιστρέφοντας, πάλι, στα νεοκλασικά κτίρια της Σύμης είναι σημαντικό να διακρίνουμε τα βασικά μορφολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το «μάτι του βοδιού». Το κυκλικό άνοιγμα του φεγγίτη, στην απλούστερή του μορφή, περιβάλλεται από μία ανάγλυφη μαρμάρινη ή πέτρινη κορνίζα. Η συνηθέστερη μορφή αποτελείται από σταυρό ή ρόδακα σε σχηματισμούς λουλουδιών ή αστεριών. Σε αρκετά κτίρια, ο ρόδακας  είναι το κεντρικό μέρος ενός πλούσιου διάκοσμου του αετώματος και μπορεί να θυμίσει τμήμα περίτεχνης δανδέλας. Σε άλλες περιπτώσεις δεν υπάρχει καθόλου άνοιγμα, απλά στη θέση του  βρίσκεται  κόσμημα επιτοιχισμένο. Πιο σπάνια υπάρχει φεγγίτης τριγωνικού ή ορθογωνικού σχήματος, ή ακόμα και απεικόνιση κάποιας ανθρώπινης μορφής.

Ο φεγγίτης αποτελεί και λειτουργικό στοιχείο  της στέγης. Συμβάλλει στην ανεμοπροστασία της, αφού με την ύπαρξη του ανοίγματος γίνεται εξισορρόπηση της πίεσης του αέρα (πάνω και κάτω από τη στέγη) και με αυτόν τον τρόπο αποτρέπεται η αποκόλληση των κεραμιδιών. Επίσης, βοηθά στον αερισμό του εσωτερικού χώρου κάτω από τη στέγη, συνήθως βοηθητικού, και στη μείωση του βάρους της κατασκευής.

Σήμερα, στη Σύμη υπάρχει περιορισμός στη μορφολογία των κτιρίων που αφορά την ένταξη τους, στο παραδοσιακό νεοκλασικό σύνολο. Όμως, οι ανάγκες στην αρχιτεκτονική προβολή ενός κτιρίου έχουν αλλάξει. Τα κτίρια κατασκευάζονται με νέους τρόπους και νέα υλικά. Έτσι, «το μάτι του βοδιού» έχει χάσει την αρχική του σημασία. Στις περισσότερες περιπτώσεις των νέων κτισμάτων «το μάτι του βοδιού» δεν κατασκευάζεται καν. Ευτυχώς όμως, όταν αυτό συμβεί τοποθετείται ως διακοσμητικό στοιχείο.



* Η Χρυσάνθη Ζουρούδη είναι Διπλωματούχος Αρχιτέκτων – Μηχανικός του ΕΜΠ.